- ἰδιάζουσα
- ἰδιάζωto be alonepres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἰδιαζούσας — ἰδιαζούσᾱς , ἰδιάζω to be alone pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἰδιαζούσᾱς , ἰδιάζω to be alone pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβεία — Ιδιάζουσα μορφή κερδοσκοπίας. Εφαρμόζεται γενικά από χρηματιστές, τραπεζίτες κ.ά. και συνίσταται είτε στη διατάραξη της αγοράς αξιών και εμπορευμάτων μέσω της διάδοσης ψευδών, εξογκωμένων ή παραποιημένων ειδήσεων είτε μέσω άλλων, εξίσου… … Dictionary of Greek
εξίσωση — Κάθε προτασιακός τύπος της μορφής φ(x) = ψ(x), όπου φ και ψ συμβολίζουν συναρτήσεις της αυτής μεταβλητής x, ενώ οι τιμές τους ανήκουν στο ίδιο σύνολο, έστω Σ. Το σύμβολο x ονομάζεται: ο άγνωστος της ε. Αν Ε είναι το σύνολο που διατρέχει η… … Dictionary of Greek
ιδιάζω — (ΑΜ ἰδιάζω) 1. έχω δικά μου, ατομικά χαρακτηριστικά, είμαι διαφορετικός από τους άλλους (α. «ιδιάζουσα περίπτωση» β. «ἰδιάζοντα γένη λίθων», Φιλόδ.) 2. ανήκω σε κάποιον ή κάτι ως ιδιαίτερο γνώρισμα, ανήκω ουσιαστικά σε κάποιον (α. «έχει ιδιάζουσα … Dictionary of Greek
ιδιωτισμός — ο (Α ἰδιωτισμός) νεοελλ. ιδιάζουσα φράση με ξεχωριστή σημασία (α. «όλα κι όλα» β. «τό βαλε στα πόδια») αρχ. 1. ο τρόπος τού ιδιώτη 2. κοινό λαϊκό ιδίωμα 3. (ρητ.) επιχείρημα που βγαίνει από την κοινή λογική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιώτης. Η λ.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek
Ρ, ρ — (αρχαία ελληνικά ρω). Το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό resh (= κεφάλι ανθρώπου) που γραφόταν  ή  . Με το ίδιο περίπου σχήμα (, ), παριστάνεται το ρο στις αρχαιότερες επιγραφές της Θήρας, της Κρήτης,… … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
αγαπώς — και ός, ο, ώ, η αγαπημένος, εραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τύπος δημιουργήθηκε από ιδιάζουσα σύνταξη τού ρ. αγαπώ με την αιτ. τού άρθρου που είχε αναφορική σημασία. Η σύνταξη αυτή απαντά ήδη από τον 15ο αιώνα σε δημοτικά τραγούδια, π. χ. «τον αγαπώ (= αυτόν … Dictionary of Greek